-
1 ἀνασχίζω
A rip up,τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123
, cf. 124, 3.35;τὰς κυούσας Arist.EN 1148b20
;δερμα ὀνύχεσσι Theoc.25.277
, cf. IG4.952.32 (Epid.); plough up,νῶτον γᾶς Pi.P.4.228
(tm.):—[voice] Pass., τρίβος -όμενος track opened up, Plu.2.161f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασχίζω
См. также в других словарях:
νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… … Dictionary of Greek